- κατηρεφές
- κατηρεφήςcovered overmasc/fem voc sgκατηρεφήςcovered overneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηρεφής — κατηρεφής, ές (Α) 1. καλά στεγασμένος, σκεπασμένος, καλυμμένος («σπέος... δάφνῃσι κατηρεφές», Ομ. Οδ.) 2. θολωτός, κυρτός (α. «εὕδοντ ἐν κατηρεφεῑ πέτρῳ», Σοφ. β. «στέγην γὰρ ἧς κατηρεφεῑς δόμοι», Ευρ.) 3. (για δέντρα) αυτός που έχει πυκνό… … Dictionary of Greek